- μυωπικός
- η , ό[ν] близорукий;
μυωπικά γυαλιά — очки для близоруких
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυωπικά γυαλιά — очки для близоруких
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μυωπικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μύωπα ή στη μυωπία ή αυτός που πάσχει από μυωπία («μυωπικά γυαλιά»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. myopic < αγγλ. myope < υστερολατ. myops < μύωψ. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Μ. Α.… … Dictionary of Greek
μυωπικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο μύωπα ή τη μυωπία: Από μικρό παιδί φοράει μυωπικά γυαλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)